Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926. Ηταν το μοναχοπαίδι ήρωα της Αντίστασης, που μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από την Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Κι έτσι ο μικρός Θανάσης αναγκάζεται να βγει στη βιοπάλη. «Πείνασα κι εγώ και η οικογένειά μου», περιέγραφε τη σκοτεινή περίοδο.
Τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα του θα του στοιχίσουν τη «θητεία» του στη Μακρόνησο, από το 1948 μέχρι το 1950. Στο νησί-κολαστήριο συνδέεται με τον συγκρατούμενό του Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος αργότερα θα τον αναζητήσει για ένα ρόλο στη «Μαγική πόλη» (1955).
«Οταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο μού είπε: "Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις". "Τι λέει ο άνθρωπος;" σκέφτηκα. Υστερα από χρόνια εμφανίζεται στην Καλλιθέα σε ένα πατάρι, όπου δούλευα επισκευάζοντας γυναικείες τσάντες και πορτοφόλια, και με έκανε ηθοποιό!», αφηγούνταν ο Βέγγος.
Αναθέτοντάς του το 1955 ο Κούνδουρος ένα χαρακτηριστικό ρόλο στη «Μαγική πόλη» έβαζε το σπόρο για μια καριέρα που ο Βέγγος δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Suis generis κωμικός, όπως έχει επισημανθεί από την κριτική, από το πρώτο μικρό ρολάκι του ήταν από μόνος του ένας ρόλος. Ενας σύγχρονος αριστοφανικός χαρακτήρας. Ενας οικείος φουκαράς.
Το 1956 ο Κούνδουρος τον καλεί να συνεργαστεί και στον περίφημο «Δράκο» του. Τον ίδιο χρόνο ο Βέγγος παντρεύεται τη γυναίκα με την οποία έζησε όλη τη ζωή του, 53 χρόνια: τη Λευκαδίτισσα Ασημίνα. «Στην αρχή, με τη γυναίκα μου μέναμε σε ένα δωμάτιο», θυμόταν.
Και μπορεί να μπαινοβγαίνει, για μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους, στα πλατό, αλλά επειδή τα μεροκάματα είναι ευτελή, συνεχίζει να κάνει δουλειές του ποδαριού. «Στα δικά μου χρόνια πεινούσαμε, αλλά ονειρευόμασταν και το ξεχνούσαμε», διαπίστωνε χαρακτηριστικά.
Τη δεκαετία του '60 παίζει στις πιο δημοφιλείς ταινίες: από τη «Μουσίτσα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ('59) και τον «Ηλία του 16ου» ('59) μέχρι το «Κλωτσοσκούφι» ('60) και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν. Τα επόμενα χρόνια συνδέεται κυρίως με τους σκηνοθέτες Πάνο Γλυκοφρύδη και Ορέστη Λάσκο για τις ταινίες «Ψηλά τα χέρια», «Μην είδατε τον Παναή», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» κ.ά.
Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, ως εξαιρετικό ταλέντο, την είχε αποκτήσει από το 1959, παρ' όλο που ποτέ δεν πήγε σε θεατρική σχολή. Το '59 συμμετέχει και στην πρώτη του θεατρική παράσταση, την επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη. Εκτοτε συνέπραξε σε πλήθος θιάσων για δύο είδη: κωμωδία και επιθεώρηση. Τη σεζόν 1963-64 γίνεται θιασάρχης μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου και το 1969 με τη Σμαρούλα Γιούλη. Από το 1970 και επί σειρά ετών συγκροτεί δικούς του θιάσους. Τότε θα ανεβάσει και το «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» του Αλέκου Σακελλάριου, αλλά και το «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι» των Γ. Μιχαηλίδη και Γιάννη Ξανθούλη, δυο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες.
Αφού διένυσε μίλια, αγκομαχώντας σε ταινίες παραγωγής άλλων, το '64 έστησε τη δική του εταιρεία, τη «ΘΒ». Στις 8 ταινίες της («Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Βοήθεια, ο Βέγγος, φανερός πράκτωρ» κ.ά.) ως Θου-Βου φαλακρός πράκτορας, αλλά και ως σκηνοθέτης απογείωσε τον ήρωα που ενσάρκωνε χρόνια, κάνοντας συγχρόνως πραγματικότητα το όραμά του για ένα λαϊκό σινεμά κοινωνικού προβληματισμού, που ανακουφίζει το κοινό μέσα από το γέλιο και τη σουρεαλιστική, δεκαετίες μπροστά από την εποχή της, κινηματογραφική γραφή. Η εταιρεία χρεοκόπησε.
Το 1971 ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ύστερα από πολλά χρόνια κινηματογραφικών αγκομαχητών, να δικαιωθεί: στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τιμάται με το Βραβείο Α' ρόλου για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη. Με το ίδιο βραβείο αποχωρεί από τη Θεσσαλονίκη και την επόμενη χρονιά για το «Θανάση πάρε το όπλο σου».
Η επιστροφή του, έπειτα από αρκετά χρόνια, στον κινηματογράφο συντελέστηκε το '91 με την ταινία «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Τότε γνωρίζουμε έναν «άλλο» Βέγγο. Οι τόνοι έχουν πέσει οριστικά, δίνοντας χώρο σε έναν άλλο τύπο εσωτερικότητας. Ο ηθοποιός συνεχίζει, στην ίδια γραμμή, ακόμη και όταν μεταβαίνει στην Κολομβία, με μεγάλες δυσκολίες, για την ταινία «Ζωή Χαρισάμενη» του Πατρίς Βιβάνκος ('93). Ακολουθεί μια σημαντική κινηματογραφική στιγμή της καριέρας του, το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου ('95) και μια εξίσου συγκλονιστική ερμηνεία στο «Ολα είναι δρόμος» του Βούλγαρη ('98). Στην ταινία «Ψυχή βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, όπου ως τραγικός παππούς συνομιλεί με την αρχαία ελληνική τραγωδία, ζητώντας το κουφάρι του εγγονού του, πραγματοποίησε την ύστατη κινηματογραφική εμφάνισή του. Μια σπουδαία «κατακλείδα», έπειτα από 130 ταινίες.
Το '95 ήταν μια πολύ μεγάλη στιγμή για την καριέρα του ηθοποιού σκηνής. Ηταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο, υποδυόμενος τον Τρυγαίο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Το κοινό τον αποθέωσε. Το '98 επιστρέφει ως Δικαιόπολις στους «Αχαρνής». Και τις δύο φορές η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Μιχαηλίδη. Στην αρχαία ορχήστρα αποδεικνύει πως είναι ο ορισμός του αριστοφανικού ηθοποιού.
Το 1993 τιμήθηκε με Ειδικό Βραβείο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το σύνολο του έργου του. Ενώ το 2008 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τιμητική διάκριση. Ενα μόνο όνειρο, δικό του και του Δήμου Αβδελιώδη, η κινηματογραφική μεταφορά της «Τρικυμίας» του Σέξπιρ, με τον Βέγγο-Πρόσπερο, δυστυχώς δεν έγινε ποτέ πράξη.
Ο Βέγγος δεν αγάπησε την τηλεόραση. Σε μια καριέρα δεκαετιών εμφανίστηκε μόνο σε πέντε σίριαλ. Χαρακτηριστική υπήρξε η εμφάνισή του το 2002 στο «Περί ανέμων και υδάτων» της Κάκιας Ιγερινού. Η τελευταία τηλεοπτική εμφάνισή του έγινε το 2009 στο «Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» σε σενάριο πάλι της Κάκιας Ιγερινού (σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ).
Μια αποκαλυπτική βιογραφία του με τίτλο «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» («Αιγόκερως») συνέγραψε ο Γιάννης Σολδάτος, ο οποίος γύρισε και ομότιλο ντοκιμαντέρ. Ο μόνος που δεν μίλησε σε αυτό ήταν ο ίδιος ο Βέγγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου