Παρά τις ομοιότητες με το Θιβέτ, πάντως, η «Ουιγουρία» είναι πολύ διαφορετική περίπτωση. Και αυτό γιατί, ενώ η κατοχή του Θιβέτ έχει κυρίως συμβολική αξία για το Πεκίνο, η κατοχή της διαφιλονικούμενης επαρχίας Ξινγιάνγκ είναι μείζονος οικονομικής και ενεργειακής σημασίας για την οικονομία της χώρας, αφού σε αυτήν εντοπίζονται εκτός από μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου της Κίνας. Παράλληλα, λόγω της ιδιαίτερα ανώμαλης γεωμορφίας της περιοχής, η Ξινγιάνγκ παραμένει ο μοναδικός υπάρχων «διάδρομος» για τους υπό κατασκευήν αγωγούς, μήκους 4.200 χιλιομέτρων, που θα μεταφέρουν αέριο και πετρέλαιο από τις πλούσιες σε καύσιμα χώρες της Κασπίας ως τη Σανγκάη. Κοντολογίς, από ενεργειακής άποψης η Ξινγιάνγκ είναι αυτή τη στιγμή για το Πεκίνο η πλέον πολύτιμη επαρχία ολόκληρης της χώρας- μια επαρχία που δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει εξαιτίας της εξτρεμιστικής δράσης μιας χούφτας ισλαμιστών. Το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν, βέβαια, δεν είναι αμιγώς κινεζική υπόθεση: πρόκειται για μια οργάνωση που δεν επιδιώκει απλώς την απόσχιση της επαρχίας από την Κίνα αλλά την ίδρυση ενός ανεξάρτητου ισλαμικού κράτους που θα περιλαμβάνει και τμήματα όλων των άλλων γειτονικών χωρών όπου ζουν Ουιγούροι. Η Κίνα όπως και οι ΗΠΑ αρνείται τον «απελευθερωτικό» χαρακτήρα της οργάνωσης και τη χαρακτηρίζει τρομοκρατική, τονίζοντας τις υπόγειες διασυνδέσεις της με την Αλ Κάιντα, τους Ταλιμπάν και άλλες ακραίες ισλαμικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η Κίνα κατήγγειλε ότι η Αλ Κάιντα είχε εισχωρήσει στους κόλπους των ουιγούρων αυτονομιστών και τους εκπαίδευε στο γειτονικό Αφγανιστάν. Πράγματι, μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από 20 Ουιγούροι. Αν και παρέμειναν φυλακισμένοι στο Γκουαντάναμο επί έξι χρόνια, ποτέ δεν απαγγέλθηκαν εναντίον τους κατηγορίες. Τελικά, η Αλβανία δέχτηκε να πάρει έξι από αυτούς το 2006, σε τέσσερις επετράπη να εγκατασταθούν στις Βερμούδες μόλις τον περασμένο μήνα, ενώ το νησί Παλάου στον Ειρηνικό Ωκεανό συμφώνησε πριν από λίγες ημέρες να φιλοξενήσει τους υπόλοιπους 13, με αντάλλαγμα τη συνέχιση της οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ... Η «συνεργασία» Πεκίνου- Ουάσιγκτον στο θέμα των ουιγούρων «τρομοκρατών» έχει φυσικά πολύ βαθύτερα αίτια: Η Αμερική έχει πραγματοποιήσει, τα τελευταία χρόνια, μεγάλες επιχειρηματικές επενδύσεις στην Κίνα, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί το φθηνό εργατικό δυναμικό της, και θεωρεί κάθε πιθανότητα σοβαρών εξεγέρσεων στην Κίνα ως απειλή για την κερδοφορία των δικών της μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εκεί. Παράλληλα το Πεκίνο έχει εξελιχθεί στον μεγαλύτερο πιστωτή του αμερικανικού Δημοσίου, «ταΐζοντας» τα τεράστια ελλείμματα των ΗΠΑ με συνεχείς αγορές δολαρίων και αμερικανικών ομολόγων. Εσχάτως, η Κίνα έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ανησυχεί για τα συνεχή σκαμπανεβάσματα του δολαρίου, και ίσως ακολουθήσει τις ρωσικές προτροπές για αντικατάσταση του αμερικανικού νομίσματος με άλλα νομίσματα αναφοράς, και των αμερικανικών ομολόγων με ομόλογα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή άλλα ξένα χρεόγραφα: ένα σενάριο-εφιάλτης για την αμερικανική οικονομία. Αν, λοιπόν, ο καλός αναγνώστης αναρωτιέται γιατί η Ουάσιγκτον δεν κάνει λόγο αυτές τις ημέρες για «θηριωδίες» του Πεκίνου στο Ουρούμτσι, όπως έπραξε π.χ. με τις συγκριτικώς αναίμακτες μετεκλογικές ταραχές στο Ιράν, και γιατί περιορίζεται σε εκκλήσεις για... «αυτοσυγκράτηση και από τις δύο πλευρές», θα πρέπει να γνωρίζει ότι η πολιτική αυτή δεν καθορίζεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά μάλλον απευθείας από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, την κεντρική τράπεζα Fed, και τη Γουόλ Στριτ...
Πηγή: Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου